- καταμόναχος
- -η, -οκατάμονος, ολομόναχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανέρημος — και πανέρμος, η, ο / πανέρημος, ον, ΝΑ (ιδίως για χώρες, πόλεις ή σπίτια) εντελώς έρημος, εγκαταλελειμμένος, ρημαγμένος νεοελλ. 1. (σε ποιητ. χρήση) (για τη θάλασσα) εντελώς έρημος από πλοία 2. (για πρόσ.) εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόναχος.… … Dictionary of Greek
κατάμονος — κατάμονος, η, ο και καταμόναχος, η, ο ολότελα μόνος, ολομόναχος: Μένει στο διαμέρισμα κατάμονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολομόναχος — η, ο ο ολότελα μόνος, κατάμονος, καταμόναχος: Έμεινε ολομόναχος στον κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)